- κρασοπότι
- το выпивка, попойка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασοπότι — το μεγάλη κατανάλωση κρασιού, οινοποσία, μεθοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πότι (< ποτό), κατά το φαγο πότι] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπονδή — η 1. ιεροτελεστία στην αρχαιότητα κατά την οποία έχυναν κρασί ή λάδι στη γη από ειδικό αγγείο: Έκαναν σπονδή στον τάφο του Αχιλλέα. 2. πληθ., σπονδές, οι συνθήκη ειρήνης. 3. «σπονδή στο Βάκχο», κρασοπότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)